- πρόλοβος
- ο, ΝΑ1. γαστρικός θύλακος τών πτηνών, πίσω από την επινεφριδιακή αδενική κοιλία, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τής τροφής προτού αυτή περάσει στο στομάχι και όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο τής πέψης, στάδιο που αναπληρώνει την έλλειψη δοντιών2. το μυϊκό τμήμα τού πρόσθιου εντέρου ορισμένων ασπονδύλων, ιδιαίτερα τών εντόμωναρχ.1. ο θυρεοειδής χόνδρος, το μήλο τού Αδάμ2. φρ. «πρόλοβος ὀρνιθώδης» — ο πρόλοβος τών μαλακίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + λοβός].
Dictionary of Greek. 2013.